- αφορίζομαι
- αφορίζομαι, αφορίστηκα, αφορισμένος βλ. πίν. 34——————Σημειώσεις:αφορίζομαι : η μτχ. απαντάται και με τον τύπο αφορεσμένος, που σημαίνει και το διάβολο, το σατανά.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ἀφορίζομαι — ἀφορίζω mark off by boundaries pres ind mp 1st sg ἀφορίζω mark off by boundaries pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφορίζω — (AM ἀφορίζω) [ορίζω] αποκόπτω κάποιον πιστό από το σώμα της Εκκλησίας νεοελλ. Ι. (η μτχ. παθ. παρακμ.) αφορισμένος και αφορεσμένος, η, ο 1. αυτός που έχει αφοριστεί από τις εκκλησιαστικές αρχές 2. ο καταραμένος 3. αισχρός, διεστραμμένος αρχ. Ι.1 … Dictionary of Greek
μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… … Dictionary of Greek